- ψηλαφισμός
- οβλ. ψηλάφηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηλαφισμός — ο, Ν [ψηλαφίζω] ψηλάφηση … Dictionary of Greek